ἐπιχαίρειν

ἐπιχαίρειν
ἐπιχαίρω
rejoice over
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιχαίρω — (AM ἐπιχαίρω) χαίρομαι για κάτι, ιδίως για τις συμφορές τών άλλων («ζῶντι μὲν ἐκείνῳ φθονεῑν, ἐπιχαίρειν δὲ τεθνηκότι», Πλούτ.) μσν. καλοτυχίζω κάποιον αρχ. μσν. (με καλή σημασία) χαίρομαι για κάποιον (α. «σὲ μὲν εὖ πράσσοντ’ ἐπιχαίρω», Σοφ. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”